- ἑτοιμάσα
- ἑτοιμά̱σᾱ , ἑτοιμάζωget readyfut part act fem nom/voc/acc dual (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετοιμάζω — ετοίμασα, ετοιμάστηκα, ετοιμασμένος 1. κάνω κάτι να είναι έτοιμο, τελειώνω, αποτελειώνω. 2. το μέσ., ετοιμάζομαι σκοπεύω, σχεδιάζω να κάνω κάτι: Ετοιμάζομαι για ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοιμασάσῃ — ἑτοιμασά̱σῃ , ἑτοιμάζω get ready aor part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσασα — ἑτοιμάσᾱσα , ἑτοιμάζω get ready aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσασαι — ἑτοιμάσᾱσαι , ἑτοιμάζω get ready aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσασι — ἑτοιμάσᾱσι , ἑτοιμάζω get ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
основание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. κρηπίς) твердыня, оплот; (ἐτοίμασα 1 Ездр. 2, 68. 3, 3); … Словарь церковнославянского языка
ανακρεμάζω — βλ. ανακρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκρέμασα, αόρ. τού ανακρεμώ, που συνέπιπτε με τον αόρ. ρημάτων σέ άζω (πρβλ. ετοίμασα ετοιμάζω)] … Dictionary of Greek
ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… … Dictionary of Greek
ετοιμάζω — ετοιμάζω, ετοίμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἑτοιμάσας — ἑτοιμά̱σᾱς , ἑτοιμάζω get ready fut part act fem acc pl (doric) ἑτοιμά̱σᾱς , ἑτοιμάζω get ready fut part act fem gen sg (doric) ἑτοιμάσᾱς , ἑτοιμάζω get ready aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)